- ενοικώ
- μτβ. και αμτβ., κατοικώ σε κάποιο σπίτι ή τόπο, διαμένω κάπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενοικώ — (AM ἐνοικῶ, έω) [ένοικος] 1. κατοικώ, μένω σ έναν τόπο (κατοικία, πόλη κ.λπ.) 2. παρίσταμαι κάπου 3. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («ὅσοι ἐνῳκήκασιν ἐν τοῑς φυσικοῑς» όσοι έχουν ασχοληθεί με τα σχετιζόμενα με τη φύση, Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
εναστεΐζομαι — ἐναστεΐζομαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) ενοικώ … Dictionary of Greek
ενιζάνω — ἐνιζάνω (AM) [ιζάνω] 1. κάθομαι μέσα σε κάτι, καθίζω κάπου («τὸ μὴ ἐφάπτεσθαι αὐτοῡ μηδ ἐνιζάνειν μυίας» να μην τό αγγίζουν ούτε να κάθονται πάνω του μύγες, Τζέτζ.) 2. μτφ. (για την ψυχή, τη διάνοια κ.λπ.) εγκαθίσταμαι, ενοικώ, ενυπάρχω 3. και το … Dictionary of Greek
ενοίκηση — η (AM ἐνοίκησις) [ενοικώ] 1. εγκατάσταση, εγκατοίκηση, διαμονή σ έναν τόπο («οὐ γὰρ διὰ τὴν παράνομον ἐνοίκησιν αἱ ξυμφοραὶ γενέσθαι τῇ πόλει» επειδή οι συμφορές στην πόλη δεν προήλθαν από την παράνομη εγκατάσταση, Θουκ.) 2. δικαίωμα κατοχής… … Dictionary of Greek
ενοικήσιμος — ἐνοικήσιμος, ον (Α) [ενοικώ] ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
ενοικητήριον — ἐνοικητήριον, το (Α) [ενοικώ] τόπος για κατοικία, οίκημα … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
ναιετάω — (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) κατοικώ, διαμένω («ὃς ἐν Ἤλιδι ναιετάασκεν», Ομ. Ιλ.) 2. (δοτ. ή με αιτ. τόπου ή εμπρόθ.) ενοικώ, διατρίβω σε κάποιο τόπο («οἳ Στύρα... ναιετάασκον», Ομ. Ιλ.) 3. (για τόπους) βρίσκομαι, κείμαι, («ἀμφὶ δὲ νῆσοι… … Dictionary of Greek
προενοικώ — έω, Α κατοικώ προηγουμένως κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνοικῶ «κατοικώ»] … Dictionary of Greek